- χαρακοποιίας
- χαρακοποιίᾱς , χαρακοποιίαmaking of a vallumfem acc plχαρακοποιίᾱς , χαρακοποιίαmaking of a vallumfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.